- ἐπικαιρίως
- ἐπικαίριοςconvenientlyadverbialἐπικαίριοςconvenientlymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαίριος — ἐπικαίριος, ον (Α) [επίκαιρος] 1. επίκαιρος* 2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.) 3. (για μέρη τού σώματος) ζωτικός 4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι τα σπουδαιότερα πρόσωπα τού στρατού (Ξεν.) 5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι»… … Dictionary of Greek